επιτείνομαι

επιτείνομαι
επιτείνομαι βλ. πίν. 188 (μόνο στον ενεστ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανδρειεύω — και αντρειεύω Ι. (αμτβ.) 1. γίνομαι άνδρας, μεγαλώνω 2. δυναμώνω, επιτείνομαι 3. ανακτώ δυνάμεις II. (μεσ., ομαι) 1. εντείνω τις δυνάμεις μου, παίρνω θάρρος 2. παριστάνω τον ανδρείο …   Dictionary of Greek

  • επιτείνω — (AM ἐπιτείνω) [τείνω] 1. επαυξάνω, εντείνω, κάνω κάτι εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει», Πλάτ.) αρχ. 1. εκτείνω πάνω από κάτι, απλώνω («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ’ αὐτήν... ξύλα… …   Dictionary of Greek

  • επιτεταμένως — ἐπιτεταμένως (Α) επίρρ. 1. έντονα, με επίταση, με δύναμη 2. με επιμονή 3. υπέρμετρα, υπερβολικά 4. βίαια, ορμητικά, σφοδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι τεταμένος, μτχ. παρακμ. τού επιτείνομαι] …   Dictionary of Greek

  • καθέλκω — (AM καθέλκω) 1. σύρω κάτω ή προς τα κάτω 2. κάνω καθέλκυση πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... τεσσαράκοντα ναῡς», Θουκ.) αρχ. 1. (για ζυγαριά) σύρω προς τα κάτω, κάνω να κατεβεί ένας από τους δύο δίσκους τής ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν… …   Dictionary of Greek

  • παρεπιτείνομαι — Α [επιτείνομαι] 1. μέσ. προξενώ μικρή επίταση 2. παθ. (για τη δράση τών φαρμάκων) εντείνομαι, αυξάνω …   Dictionary of Greek

  • συντείνω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυντείνω Α [τείνω] συμβάλλω, συντελώ σε κάτι (α. «οι προσπάθειες όλων πρέπει να συντείνουν στην ανόρθωση τής χώρας» β. «τὰ συντείνοντα πρὸς τὸ ζῆν καλῶς», Αθηνί.) αρχ. 1. τείνω, τεντώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. εντείνω όλες τις… …   Dictionary of Greek

  • φουντώνω — (I) Ν [φούντα] 1. (για φυτό) βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά 2. (για φωτιά κ.ά. φαινόμενα) δυναμώνω, εντείνομαι, επιτείνομαι, επεκτείνομαι (α. «φούντωσε η πυρκαγιά» β. «φούντωσε η λαϊκή αγανάκτηση» γ. «φούντωσε η εξέγερση») 3. οργίζομαι («φουντώνει… …   Dictionary of Greek

  • ՁԳՏԻՄ — (եցայ, ել.) NBH 2 0149 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c, 13c ձ. ՁԳՏԻՄ կամ ՁԿՏԻՄ. παρεκτείνομαι, ἑπιτείνομαι եւն. extendor, intendo, attingo, feror. Յառաջ ձգիլ. բերիլ. նկրտիլ. գուն գործել հասանել. ձգնիլ. մրցիլ. երկայնիլ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՈՒԺԳՆԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date, 12c, 13c չ. κρατέω invalesco, dominor, obtineo ἑπιτείνομαι augeor եւն. Զօրանալ. սաստկանալ. ոյժ առնուլ. տիրապետել, վերագոյն լինել. *Ճշմարտութեանն զօրութիւն ուժգնանայր. Պրպմ. ՟Լ՟Ը: *Ըստ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԱՍՏԿԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0697 Chronological Sequence: Early classical, 6c չ. κρατέω, ῥπικρατέω, ὐπερισχύω , κατισχύω, ἑπιτείνομαι invalesco, praevaleo, intendor եւն. Սաստիկ լինել, բուռն եւ ուժգին գտանիլ. զօրանալ. առաւելուլ. առատանալ. յորդել. զայրանալ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”